Georgia Kourtessi-Philippakis & René Treuil (eds), 2011. Archéologie du territoire, de l’ Égée au Sahara. Paris: Publications de la Sorbonne.
Μαλακό εξώφυλλο, 330 σ., εικόνες, σχέδια, 20x27εκ. ISBN 978-2-85944-658-1
Βιβλιοκρισία από τη Mαρία Ε. Πυργάκη, Καθηγήτρια-Σύμβουλος, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (mpyrgaki[at]otenet.gr)
Ο τόμος αυτός περιλαμβάνει τις εισηγήσεις ενός ερευνητικού σεμιναρίου, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Paris 1 και ήταν αφιερωμένο στην έννοια του χώρου επικράτειας, που τα τελευταία χρόνια αποτελεί αντικείμενο σκέψης και προβληματισμού πολλών αρχαιολόγων οι οποίοι εργάζονται σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους. Η συλλογή μελετών του παρόντος πονήματος ασχολείται με τη σχέση των κοινωνιών με τον χώρο επικράτειας το οποίο είναι ένα ουσιώδες θέμα όχι μόνο για την αρχαιολογία αλλά και για τις ανθρωπιστικές επιστήμες, γενικότερα. Τριάντα ερευνητές, προϊστοριολόγοι και αρχαιολόγοι, κυρίως, αλλά και γενετιστές, ηθολόγοι, γεωγράφοι, γεωμορφολόγοι, εθνολόγοι και ιστορικοί, συμμετέχουν με τις μελέτες τους. Οι έρευνες που παρουσιάζονται σε αυτό τον τόμο αφορούν κυρίως τη Μεσόγειο, το Αιγαίο, από την Κύπρο μέχρι τη Μακεδονία, τα Βαλκάνια, αλλά επίσης τη Γαλλία και τη δυτική Ευρώπη, καθώς και μερικές περιοχές της Αφρικής, ενώ χρονολογικά καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα περιόδων, κυρίως την Παλαιολιθική, τη Νεολιθική, την Εποχή των Μετάλλων, την κλασική Αρχαιότητα και τη σύγχρονη εποχή.
Στην Εισαγωγή, η Γ. Κουρτέση-Φιλιππάκη παραθέτει τους ορισμούς για την έννοια του χώρου επικράτειας όσον αφορά τα ζώα, κυρίως τα πτηνά, αλλά και τους ανθρώπους. Παρουσιάζει τους τρόπους που διάφορες επιστήμες, ιδιαίτερα οι ανθρωπιστικές, προσεγγίζουν την έννοια αυτή.
Στη συνέχεια, ο τόμος χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες.
Στο πρώτο μέρος, οι E. Pouydebat και L. Eggert εκθέτουν τους προβληματισμούς τους για την έννοια του χώρου επικράτειας στην ηθολογία και τη γενετική. Χρησιμοποιούν στη μελέτη τους τα πρωτεύοντα ανθρωποειδή, και ειδικότερα μια πρόσφατη έρευνά τους για τους χιμπατζήδες.
Ακολούθως, εξετάζονται οι κοινωνίες των παλαιολιθικών-τροφοσυλλεκτών με τρία παραδείγματα από την ευρωπαϊκή προϊστορία:
Η Y. Taborin μας διδάσκει ότι η αναγνώριση μιας παλαιολιθικής ομάδας και του χώρου επικράτειάς της κυρίως εξαρτάται από τη δική μας αντίληψη για την κοινωνική και πολιτιστική ζωή της, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τη μελέτη των υλικών καταλοίπων.
Ο J. Kozlowski περιγράφει τον ρόλο των περιβαλλοντικών παραγόντων και αναπτύσσει μοντέλα χρήσης του χώρου και εκμετάλλευσης των πόρων στην αρχή της Ανώτερης Παλαιολιθικής στα Βαλκάνια, όπως σε θέσεις στην Ήπειρο, την Αργολίδα, τη Βουλγαρία και την Κροατία.
Η Γ. Κουρτέση-Φιλιππάκη, επισημαίνει ότι από τη μελέτη των παλαιολιθικών-τροφοσυλλεκτών στα Ιόνια νησιά στη δυτική Ελλάδα, αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του περιβάλλοντος όσον αφορά τον προσδιορισμό των χώρων επικράτειας σε ένα νησιωτικό πλαίσιο.
Το δεύτερο μέρος του τόμου είναι αφιερωμένο στις νεολιθικές μόνιμες αγροτοποιμενικές κοινωνίες.
Οι L. Astruc και Fr. Briois ερευνούν το θέμα των χώρων επικράτειας με τη βοήθεια δύο παραδειγμάτων της Προκεραμικής Νεολιθικής στην Κύπρο: μια ανάλυση της θέσης της Χοιροκoιτίας και μια ανάλυση της περιοχής γύρω από την Αμαθούντα. Στην έρευνά τους χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις, τους τρόπους προμήθειας και διαχείρισης των πρώτων λίθινων υλών, καθώς και τις σχέσεις με την ηπειρωτική χώρα, που επιβεβαιώνονται από τις εισηγμένες ύλες, όπως ο οψιανός.
Ο L. Lespez αναφέρει ότι οι γεωγραφικές και γεωαρχαιολογικές μελέτες που διεξήχθησαν στην πεδιάδα της Δράμας και τη γύρω περιοχή παρέχουν μια ανάλυση πολλαπλής κλίμακας των πηγών της πρωτοϊστορικής θέσης (Νεολιθική-εποχή του Χαλκού). Η ανάλυση της θέσης Ντικίλι Τας μας δείχνει πόσο ουσιώδης είναι ο ρόλος της περιβαλλοντικής ποικιλίας, της μονιμότητας των υδάτινων πόρων και της ανάπτυξης της άμυνας από τοπική σε περιφερειακή κλίμακα.
Η Δ. Μαλαμίδου εξετάζει την έννοια του χώρου επικράτειας στον κόσμο του Αιγαίου, αναφερόμενη στη γνώση του περιβάλλοντος χώρου από τον νεολιθικό άνθρωπο και στον τρόπο με τον οποίο αυτός δημιουργεί σημεία αναφοράς στο χώρο. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται σε σχέση με κάποιες έννοιες που προσιδιάζουν στις προβιομηχανικές κοινωνίες.
Η Ρ. Χρηστίδου σημειώνει ότι ο χώρος επικράτειας ενός νεολιθικού χωριού στη βόρεια Ελλάδα παραπέμπει σε χώρους εκμετάλλευσης πόρων για διαβίωση από την τοπική κοινότητα. Επισημαίνει ότι αυτό συντελεί στο να κατανοήσουμε τους τρόπους επιλογής, απόσπασης, προώθησης και κατανάλωσης πόρων των νεολιθικών αγροτών. Τα οστέινα εργαλεία αποκαλύπτουν ποικίλους τρόπους εκμετάλλευσης τοπικών αγαθών και ενισχύουν την αντίληψή μας για τη δομή και την μικρής, μολονότι σύνθετης, κλίμακας μεταβολή των Νεολιθικών κοινοτήτων.
Οι δύο επόμενες μελέτες ασχολούνται με τη δυτική Ευρώπη.
Οι A. Beeching και J. L. Brochier, επικεφαλής ενός διεπιστημονικού προγράμματος που πραγματοποιήθηκε στη μέση κοιλάδα του Ροδανού, παρουσιάζουν τα διάφορα βήματα του προγράμματος εστιάζοντας στους διαδοχικούς επαναπροσανατολισμούς, στους στόχους και στη συνεισφορά της εργασίας πεδίου.
Ο P. Allard στη μελέτη του εξετάζει τον χώρο επικράτειας στον πολιτισμό της Γραμμικής κεραμικής στη δυτική Ευρώπη, ο οποίος οργανώνεται σε διάφορα σχήματα ανάλογα με την κλίμακα παρατήρησης. Η κατοικία και ο χώρος δραστηριότητάς της συνθέτουν την πιο απλή ενότητα. Οι θέσεις που διαφέρουν στο μέγεθος και στη διάρκεια κατοίκησης αποτελούν μικρές ομάδες μέσα σε μικροπεριοχές. Η διακίνηση των αγαθών μέσα σε αυτό το δίκτυο προσθέτει έναν ακόμη παράγοντα που πρέπει να ληφθεί υπόψη.
Η S. Amblard-Pison ερευνά την περίπτωση των χωριών που αναπτύσσονται στη νοτιοανατολική Μαυριτανία. Η συγγραφέας προχωράει, επηρεασμένη από τις ιδέες του André Leroi-Gourhan, στην ανάλυση του χώρου επικράτειας αυτών των κοινοτήτων κτηνοτρόφων και γεωργών εξετάζοντας διαδοχικά φυσικά όρια, καθορισμένα σημεία σίτισης και ζώνες καταφυγίου.
Το τρίτο μέρος του τόμου καλύπτει την έννοια του χώρου επικράτειας στην εποχή του Χαλκού και κατά τη διάρκεια της Αρχαιότητας.
Η L. Phialon αναφέρει ότι πολυάριθμες θέσεις της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (16ος-11ος αι. π.Χ.) ήρθαν στο φως στην περιοχή μεταξύ της λίμνης Κωπαΐδας και του νοτιότερου άκρου της Βοιωτίας. Εξετάζει την έκταση των εγκαταστάσεων και των χώρων επικράτειας σε σχέση με τα κείμενα Γραμμικής γραφής Β΄, με την κατανομή των τάφων και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Λείψανα του ανακτόρου και κατάλοιπα των αρχείων που βρέθηκαν στη Θήβα και χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΙ περίοδο αποδεικνύουν ότι o θηβαϊκός χώρος επικράτειας εκτείνεται και εκτός Βοιωτίας, ίσως ακόμη και στην Εύβοια.
Ο J. Zurbach προσδιορίζει τη σχέση μεταξύ ανακτόρου και αγροτικής κοινότητας στη Μυκηναϊκή Ελλάδα χρησιμοποιώντας κείμενα μυκηναϊκών κτηματολογίων. Φαίνεται ότι ο χώρος επικράτειας των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων ήταν περισσότερο ένα σύνολο αλληλεπιδράσεων μεταξύ διαφορετικών ομάδων παρά ένας ενιαίος ανακτορικός τομέας, εντός του οποίου όλη η δραστηριότητα συγκεντρωνόταν γύρω από το ανάκτορο.
O P. Brun ερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης κατείχαν τον χώρο κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού και του Σιδήρου, υπογραμμίζοντας τον πρωτεύοντα ρόλο των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων. Επισημαίνει ότι αυτή η ιδιαίτερη οργάνωση του χώρου μπορεί να ανιχνευθεί από την αρχαιολογία, υπό την προϋπόθεση η έρευνα να μην περιορίζεται σε μια μεμονωμένη θέση αλλά να περιλαμβάνει ολόκληρη περιοχή.
Η M.-P. Dausse καταπιάνεται με τον μολοσσιακό χώρο επικράτειας στην Ήπειρο με τη βοήθεια στοιχείων της ιστορικής γεωγραφίας υπογραμμίζοντας τον καθοριστικό ρόλο των διαδρομών μετανάστευσης νομάδων. Χρησιμοποιεί τρία εργαλεία αναλυσης, δηλαδή πρώτα τις πηγές, μετά τα δεδομένα της έρευνας επιφανείας και, τελικά, τα δείγματα κατοίκησης.
Η Ν. Κουτσινά εξετάζει την έννοια του χώρου επικράτειας και των συνόρων χρησιμοποιώντας για παράδειγμα την κρητική ελληνιστική πόλη Λατώ. Στηρίζεται στις λεπτομέρειες του αναγλύφου του εδάφους και της υδρογραφίας, ενώ ερευνά και τις σπάνιες κατασκευές που είναι τα ιερά και τα παρατηρητήρια.
Το τέταρτο μέρος του τόμου περιλαμβάνει τις τελευταίες εισηγήσεις.
Οι J. Desse και N. Desse-Berset υπογραμμίζουν ότι παρά την αρχαιότατη πρακτική της ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο, η εκμετάλλευση των θαλάσσιων πηγών δεν φαίνεται να αφορά την ανοικτή θάλασσα. Σύμφωνα με τις αρχαιοιχθυολογικές αναλύσεις, όλα τα είδη που εντοπίστηκαν μπορούσαν να αλιευθούν από την ακτή.
Η T. Θεοδωροπούλου παρατηρεί ότι στις παράκτιες θέσεις στον αιγαιακό κόσμο γινόταν εκμετάλλευση των αβαθών θαλάσσιων χώρων επικράτειας. Διαπιστώνει ότι η εκμετάλλευση των λιμναίων και ποτάμιων χώρων επικράτειας παρατηρείται προπάντων σε θέσεις της βόρειας Ελλάδας και στην ενδοχώρα. Η έρευνά της αφορά δεδομένα για την εκμετάλλευση υδάτινων χώρων επικράτειας σε προ- και πρωτοϊστορικές κοινωνίες του Αιγαίου. Ιδιαίτερα εξετάζει τα κατάλοιπα ιχθύων και μαλακίων.
Ακολουθούν δύο μελέτες που αποτυπώνουν τις απόψεις των εθνολόγων.
Η Α. Ακοβιτσιώτη-Hameau στην έρευνά της ασχολείται με την αρχαιολογική έρευνα και την εθνολογική προσέγγιση των ποιμενικών πρακτικών στη Μεσόγειο, με αναφορές τόσο στη νησιωτική όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Η C. Baroin στην έρευνά της αναφέρει ότι στους Toubou, ποιμένες της Σαχάρο-σαχελιανής ζώνης, που ο χώρος επικράτειάς της καλύπτει περίπου ένα τέταρτο της Σαχάρας, η κινητικότητα και η διασπορά, αναγκαίες για την επιβίωση σε αυτές τις περιοχές με τις εύθραυστες και αβέβαιες οικολογικές συνθήκες, διασφαλίζονται από μια μεγάλη ευελιξία, που παρατηρείται στη διαχείριση των πόρων.
Ο R. Treuil κλείνει τον τόμο υπογραμμίζοντας την απατηλή απλότητα της έννοιας του χώρου επικράτειας και προσδιορίζει τα όρια των αρχαιολογικών προσεγγίσεων. Επισημαίνει ότι η ανθρωπολογία παρέχει πολλά παραδείγματα άλλων τύπων χώρων επικράτειας, που δεν είναι πάντοτε εύκολα κατανοητοί από την αρχαιολογία.
Σύμφωνα με τις αρχές της σύγχρονης αρχαιολογίας του χώρου, ο ανθρωπολογικός προβιομηχανικός χώρος παράγεται από την ίδια την κοινωνία και βρίσκεται στο κέντρο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Δεν είναι ομοιογενής και ουδέτερος, αλλά διαμορφώνεται ανάλογα με τα νοήματα που οι ανθρώπινες ενέργειες επενδύουν σε αυτόν. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχαιολογία του χώρου επικράτειας (Th. Nicolas & Aur. Salavert 2010, 7, J. Bonnemaison et al. 1999), όπως και η αρχαιολογία του τοπίου εμφανίζουν τον τελευταίο καιρό μια εξέλιξη και αποτελούν τη θεματική πολλών συνεδρίων, σεμιναρίων και δημοσιεύσεων. Πολλά πανεπιστήμια έχουν εντάξει στα προγράμματα σπουδών τους σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο το θέμα του χώρου επικράτειας.
Οι μελέτες που συνθέτουν αυτόν τον τόμο περιγράφουν τις διαδοχικές φάσεις της σύστασης και της οργάνωσης των χώρων επικράτειας των ανθρώπων. Ακολουθούν τον κλασικό τρόπο ανάπτυξης και προχωρούν σε ανάλυση μέσα από τις δικές τους πηγές, το αρχαιολογικό υλικό και τα κείμενα.
Οι μέθοδοι, η ποικιλία των προσεγγίσεων και τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν συνέβαλαν στο να δοθεί μια διεπιστημονική διάσταση στο θέμα. Ωστόσο, πολλές προσεγγίσεις του θέματος είναι μάλλον παρακινδυνευμένες, ιδιαίτερα για τις απώτερες περιόδους της ανθρωπότητας, αν λάβουμε υπόψη μας ότι σε αυτές αντανακλώνται οι θεωρητικές τάσεις και ιδεολογίες της εποχής αλλά και το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο του κάθε ερευνητή, ο οποίος ερμηνεύει διαφορετικά.
Οι μελέτες απέδειξαν ότι πολλοί χώροι επικράτειας δεν είναι οι ίδιοι με αυτούς που ισχύουν σήμερα στον δυτικό κόσμο. Κάποιοι δεν οργανώνονται γύρω από ένα κέντρο αλλά με τρόπο γραμμικό κατά μήκος μιας διαδρομής, άλλοι πάλι είναι έγκλειστοι, κάποιοι είναι κατακερματισμένοι, όπως συμβαίνει, π.χ., σε πολλά νησιά, άλλοι είναι θαλάσσιοι, απομακρυσμένοι, διαλείποντες, ακόμη και μυθικοί, και οι οποίοι ξεπερνούν τα όρια της αρχαιολογίας.
Το παρόν πόνημα, διευρύνει και συμπληρώνει την εικόνα μιας πλούσιας συλλογής τοπικών και περιφερειακών μελετών που παρουσιάστηκαν σε συνέδριο αφιερωμένο στους κέλτικους χώρους επικράτειας, (D. Garcia & F. Verdin 2002).
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ένα μειονέκτημα του τόμου είναι ο περιορισμένος αριθμός επιστημόνων που συμμετέχουν με τις έρευνές τους συγκριτικά ως προς το σύνθετο αλλά και σημαντικό θέμα του χώρου επικράτειας στην προϊστορία του Αιγαίου και της Κύπρου. Όμως, για τον αιγαιακό κόσμο δεν πρέπει να αγνοήσουμε και την ελλειπτικότητα των δεδομένων, τα οποία προέρχονται από άνισες έρευνες, που συχνά ακολουθούν διαφορετικές και όχι πάντα δόκιμες μεθοδολογίες. Ωστόσο, οι περισσότερες συμβολές αρχαιολόγων του πεδίου και πανεπιστημιακών θα επέτρεπαν να σχηματίσουμε μια σαφέστερη εικόνα. Το πόνημα, όμως, δεν επικεντρώνεται μόνο στο χώρο του Αιγαίου επεκτείνεται μέχρι τη Σαχάρα και δεν περιορίζεται χρονικά στα προϊστορικά χρόνια.
Ενδεχομένως, ο τόμος αυτός μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος αποκλειστικά στον χώρο του Αιγαίου και την Κύπρο στους προϊστορικούς χρόνους. Άλλωστε, το προϊστορικό Αιγαίο είναι ένας «μικρός τόπος» που εγείρει «μεγάλα ζητήματα» πολιτισμού (Κόπακα 2009, 75–76).
Στον τόμο αυτό υπάρχει υλικό, το οποίο τροφοδοτεί τη σκέψη σχετικά με την αρχαιολογία του χώρου επικράτειας για κοινωνίες μακρινές αλλά και πιο κοντινές, ενώ παράλληλα προωθεί τον προβληματισμό.
Βιβλιογραφία
Bonnemaison, J., L. Cambrezy & L. Quinty-Bourgeois (dir.) 1999. Le territoire, lien ou frontière ?, Paris.
Garcia, D. & F. Verdin (dir.) 2002. Territoires celtiques. Espaces ethniques et territories des agglomérations protohistoriques d’Europe occidentale, Paris.
Κόπακα, Κ. ( επιμ.) 2009. Η αιγαιακή προϊστορική έρευνα στις αρχές του 21ου αιώνα, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Κουρτέση-Φιλιππάκη, Γ. 1996. Αφιέρωμα στην Παλαιολιθική Αρχαιολογία στην Ελλάδα, Αρχαιολογία & Τέχνες 58, 59, 60, 61.
Nicolas, Th. & Aur. Salavert (éd.) 2010. Territoires et économies, Actes de la 2e Journée Doctorale de Paris 1 Panthéon-Sorbonne (Archéo.doct. 2), Paris.
Σχόλια
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι στα Ελληνικά (πάντα με ελληνικούς χαρακτήρες) ή στα Αγγλικά. Αποφύγετε τα κεφαλαία γράμματα. Ο Αιγεύς διατηρεί το δικαίωμα να διαγράφει εκτός θέματος, προσβλητικά, ανώνυμα σχόλια ή κείμενα σε greeklish.