Gary Beckman, Trevor Bryce & Eric H. Cline, 2011. The Ahhiyawa texts. Atlanta: Society of Biblical Literature.
Paperback, 302 p., 15.2 x 1.8 x 22.9 cm, ISBN: 978-1-58983-268-8
Reviewed by Kostas Georgakopoulos, Archaeologist, PhD, 23rd Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, Hatzidaki and Zanthoudidou, Herakleion Crete, Τ.Κ. 71202 (kgeorgakopoulos [at] yahoo.com)
Η έκδοση αυτή αποτελεί μια ολοκληρωμένη απόπειρα καταγραφής και σχολιασμού όλων των κειμένων –28 συνολικά– που αναφέρονται στους Ahhiyawa, τον μυστηριώδη λαό για τον οποίο γίνεται λόγος στα γραπτά των Χετταίων. Οι τρεις συγγραφείς αποτελούν ίσως τους βαθύτερους γνώστες σε θέματα που άπτονται των σχέσεων Αιγαίου και Μικράς Ασίας κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού: ο Beckman στην ανάλυση κειμένων και φιλολογικών πηγών, ο Bryce στην ερμηνεία ιστορικών γεγονότων και ο Cline στη διαχείριση των αρχαιολογικών δεδομένων.
Η ιδέα για τη συγγραφή βιβλίου με τέτοιο θέμα προέκυψε κατά τη διάρκεια συνεδρίου το 2006 στο Concordia University στο Μόντρεαλ, υπό τον τίτλο: Mycenaeans and Anatolians in the Late Bronze Age: The Ahhiyawa Question. Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή, είναι η πρώτη προσπάθεια συλλογής και αναδημοσίευσης όλων των κειμένων ύστερα από εκείνη του Sommer το 1932.
Ως προς τη μεθοδολογία τους, οι συγγραφείς δεν παρουσιάζουν τα κείμενα σε χρονολογική σειρά, αλλά ακολουθούν τον κατάλογο του Laroche (CTH – Catalogue des Textes Hittites), επειδή, όπως επισημαίνουν, η χρονολόγηση αρκετών κειμένων παραμένει αβέβαιη. Παράλληλα, προκειμένου τα κείμενα αυτά να αποτελέσουν ιδιαίτερο corpus δημιουργούν ένα νέο κατάλογο με την ονομασία «Ahhiyawa Texts» (AΗT 1-28).
Πρόκειται για την πρώτη ενημερωμένη αγγλόφωνη έκδοση αυτών των μαρτυριών, χωρίς αμφιβολία πληρέστερη από την αμέσως προηγούμενη προσπάθεια του Huxley το 1960. Ενδεικτικό της σημασίας και του ενδιαφέροντος των σχετικών με τους Ahhiyawa αναφορών είναι ότι παρά το ότι οι μαρτυρίες αυτές αποτελούν περίπου μόνο το 1‰ του συνόλου των χεττιτικών γραπτών τεκμηρίων (28 από περίπου 25.000 κείμενα), είναι η πρώτη συλλογή κειμένων που εκδίδεται μετά το έργο του Laroche.
Στην εισαγωγή οι συγγραφείς ξεκινούν με το λεγόμενο «ζήτημα των Ahhiyawa». Αναφέρονται σύντομα στο ιστορικό του ζητήματος, από την εποχή που ο Forrer το έφερε στην επιφάνεια (1924) έως τις μέρες μας, ενώ συμφωνούν στο θέμα της ταύτισης των Ahhiyawa με τους φορείς του μυκηναϊκού πολιτισμού, συμπλέοντας με τη συντριπτική πλειονότητα των ειδικών επιστημόνων. Παράλληλα, θέτουν προβληματισμούς για επιμέρους θέματα, όπως η ακριβής χρονολόγηση των κειμένων ή η τοποθεσία του βασιλείου των Ahhiyawa· στην περίπτωση αυτή οι συγγραφείς υιοθετούν τις πιο πρόσφατες απόψεις που συγκλίνουν στην τοποθέτησή του στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ακολουθεί μια συλλογιστική για το κατά πόσο οι Μυκήνες εξουσίαζαν το βασίλειο των Ahhiyawa ή αυτό αποτελούνταν από ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, με τους συγγραφείς να τείνουν να υποστηρίξουν την ιδέα μιας συνομοσπονδίας μυκηναϊκών ηγεμονιών, ανάλογη με αυτή που περιγράφεται στον Νεῶν Κατάλογον στην Ιλιάδα και παρόμοια με την Assuwa, μια ένωση 22 πόλεων της ΒΔ Μικράς Ασίας, που αντιμετώπισε τον Χετταίο ηγεμόνα Tudhaliya I/II στα τέλη του 15ου αι. π.Χ.. Ωστόσο, η παραπάνω ιδέα, αν και ελκυστική, παραμένει προβληματική, καθώς αφενός μεν η χρονική απόσταση που χωρίζει το έργο του Ομήρου από τα τεκταινόμενα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο είναι μεγάλη, επομένως καθίσταται έωλη η στοιχειοθεσία μιας τέτοιας υπόθεσης, αφετέρου στα χεττιτικά κείμενα δεν αναφέρεται πουθενά ότι η Ahhiyawa ήταν κάτι άλλο εκτός από βασίλειο με δικό του ηγεμόνα, και όχι ένωση πόλεων και άλλων πολιτικών οντοτήτων, όπως η Assuwa.
Ακολουθεί η ανάλυση των κειμένων, όπου παρατίθενται το αρχαίο κείμενο μεταγραμμένο, η μετάφρασή του και τα σχόλια των συγγραφέων. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τη χεττιτική γλώσσα, αντιλαμβάνεται τον τρόπο διατύπωσης γραπτού λόγου ενός πολιτισμού της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και, με τη βοήθεια των σχολίων και των επισημάνσεων των συγγραφέων, εντάσσει τα γεγονότα στο ευρύτερο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε διάφορα εκτεταμένα και σημαντικά κείμενα, ορισμένα από τα οποία είναι τα εξής:
Α) Η λεγόμενη «Καταγγελία κατά του Madduwata» (Madduwata Indictment, AΗT 3, σελ. 69-100), όπου γίνεται λόγος για τις αντι-χεττιτικές δραστηριότητες του Attarissiya, ηγεμόνα της Ahhiya (παλαιότερη μορφή του ονόματος Ahhiyawa, εμφανίζεται μόνο στο συγκεκριμένο κείμενο), την εποχή της βασιλείας του Tudhaliya I/II. Κατά τους συγγραφείς, το όνομα Attarissiya ήταν πιθανότατα χεττιτική εκδοχή του ελληνικού Ατρεύς, ωστόσο η συζήτηση γύρω από το συγκεκριμένο όνομα συνεχίζεται από την εποχή του Forrer μέχρι σήμερα χωρίς να υπάρχει ομοφωνία. Κατά τη γνώμη μου, η εκδοχή του Ατρέως δεν είναι ικανοποιητική, καθώς εφαρμόζοντας τους ίδιους γλωσσολογικούς κανόνες θα μπορούσαν να προκύψουν και άλλα ονόματα όπως Αστερίων (μυθικός βασιλιάς της Κρήτης) και Τάλως. Ο Attarissiya αναφέρεται ως «άνδρας», κατ’ επέκταση ηγεμόνας (σουμεριακό ιδεόγραμμα LÚ στο χεττιτικό κείμενο) και όχι βασιλιάς (LUGAL) της Ahhiya, κάτι που φανερώνει ενδεχομένως ότι στα μάτια των Χετταίων δεν είχε βασιλικό status. Ο Attarissiya όχι μόνο προκαλούσε προβλήματα στους Χετταίους στο μικρασιατικό έδαφος συμμαχώντας με ντόπιους ηγεμόνες, αλλά και επέδραμε με στόλο εναντίον της Κύπρου, που σύμφωνα με τους χεττιτικούς ισχυρισμούς βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχό τους. Ωστόσο, η περίπτωση χεττιτικής επικυριαρχίας στην Κύπρο απορρίπτεται εξαρχής, καθώς οι Χετταίοι, κατά κύριο λόγο ηπειρωτική δύναμη, δεν συμμετείχαν σε ναυτικές επιχειρήσεις παρά μόνο στα τελευταία χρόνια του βασιλείου τους (επί Tudhaliya IV και Suppiluliuma II), ενώ χεττιτική παρουσία στην Κύπρο δεν τεκμηριώνεται ούτε από τα αρχαιολογικά ευρήματα (πλην ελαχίστων αντικειμένων που μάλλον είναι προϊόντα εμπορίου).
Β) Τα «Ανάλεκτα» του Mursili II (Ten-Year Annals και Extensive Annals, AΗT 1A και 1Β αντίστοιχα, σελ. 10-49), όπου περιγράφεται και αναλύεται η εκστρατεία του αναφερόμενου Χετταίου ηγεμόνα στη δυτική Μικρά Ασία και η σύγκρουσή του με τους ηγεμόνες της Arzawa, Uhha-ziti και Piyama-Kurunta, οι οποίοι είχαν συνάψει συμμαχία με τους Ahhiyawa.
Γ) Η λεγόμενη «Επιστολή Tawagalawa» (Tawagalawa Letter, AΗT 4, σελ. 101-122), από την οποία αντλούμε πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες και τα προβλήματα που προκάλεσε στους Χετταίους ένας ντόπιος ηγεμόνας, ο Piyamaradu, έχοντας την ενεργή συμπαράσταση των Ahhiyawa. Ο Tawagalawa ήταν αδερφός του ηγεμόνα των Ahhiyawa και το όνομά του θεωρείται χεττιτική εκδοχή του ελληνικού ονόματος Ετεοκλής. Η ταυτοποίηση αυτή δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, ωστόσο γλωσσολογικά στηρίζεται περισσότερο από την ταυτοποίηση Attarissiya και Ατρέας. Ο Tawagalawa δρούσε κατ’ εντολή του αδερφού του στο μικρασιατικό έδαφος και είχε επαφές με υψηλόβαθμους Χετταίους αξιωματούχους.
Δ) Η λεγόμενη «Επιστολή Milawata» (Milawata Letter, AΗT 5, σελ. 123-133), η οποία δίνει σημαντικές πληροφορίες για την πολιτική γεωγραφία της περιοχής, καθώς περιγράφει τα σύνορα της Milawata (χεττιτική εκδοχή του ονόματος Μίλητος, από τις λίγες περιπτώσεις ονομάτων όπου η ταύτιση θεωρείται βέβαιη).
Ε) Η συνθήκη μεταξύ του Χετταίου ηγεμόνα Tudhaliya IV και του Šaušgamuwa, βασιλιά του Amurru (AΗT 2, σελ. 50-68) στην οποία, εκτός των άλλων γεγονότων που παρατίθενται, πληροφορούμαστε ότι -έστω προσωρινά, καθώς η συγκεκριμένη αναφορά διαγράφηκε σε μεταγενέστερο χρόνο- ο βασιλιάς των Ahhiyawa θεωρείται ισότιμος των βασιλέων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, ενώ υπάρχει αναφορά σε πιθανό εμπάργκο των Χετταίων και των συμμάχων τους απέναντι στους Ahhiyawa.
Στον επίλογο γίνεται μια ανακεφαλαίωση των διασυνδέσεων Μυκηναίων και Χετταίων κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Αρχικά, επισημαίνεται η σιγουριά των συγγραφέων για την ταύτιση Μυκηναίων και Ahhiyawa. Αναφέρουν ότι σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, επιγραφικά και αρχαιολογικά, είναι θεμελιωμένες οι επαφές Μυκηναίων και δυτικής Μικράς Ασίας, ωστόσο λιγότερα στοιχεία είναι γνωστά για τις σχέσεις με τη χεττιτική κεντρική Μικρά Ασία, αν και γίνεται επαναξιολόγηση των έως τώρα ευρημάτων.
Στη συνέχεια, γίνεται μια κατά το δυνατόν χρονολογική τοποθέτηση των κειμένων των Ahhiyawa και προσπάθεια σύνδεσής τους με τα διαθέσιμα αρχαιολογικά τεκμήρια, ενώ επισημαίνεται η απουσία χεττιτικών αντικειμένων από το Αιγαίο και αιγαιακών από την κεντρική Μικρά Ασία και προτείνονται διάφορες θεωρίες για το φαινόμενο αυτό -ανάμεσά τους η ανταλλαγή προϊόντων που δεν ανιχνεύονται αρχαιολογικά, όπως π.χ. υφάσματα, άλογα, πρώτες ύλες ή εναλλακτικά η περίπτωση του χεττιτικού εμπάργκο σε μυκηναϊκά προϊόντα. Ως προς την τελευταία περίπτωση διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, καθώς δεν θεωρώ πιθανή την ενεργοποίηση και διατήρηση ενός εμπάργκο για μια τόσο μακροχρόνια περίοδο. Άλλωστε, όπως μαρτυρούν οι γραπτές πηγές, οι περίοδοι συνεργασίας διαδέχονταν τις περιόδους έντασης καθ’ όλη τη διάρκεια των σχέσεων Ahhiyawa και Χετταίων. Σύμφωνα με τα κείμενα, μυκηναϊκή ανάμειξη στα τεκταινόμενα της Μικράς Ασίας ξεκίνησε από την εποχή του Tudhaliya I/II τον ύστερο 15ο αι. π.Χ., κατά την επανάσταση της Assuwa, και συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 13ου αι. π.Χ..
Ακολουθεί η συνοπτική παρουσίαση των κειμένων και των κυριοτέρων σημείων τους, αυτή τη φορά με απόπειρα να τοποθετηθούν σε χρονολογική σειρά, καθώς και η παράθεση αρχαιολογικών δεδομένων από το Αιγαίο και τη δυτική Μικρά Ασία, προκειμένου να αλληλοσυμπληρωθούν τα υπάρχοντα στοιχεία και να ενταχθούν σε ένα ενιαίο ιστορικό πλαίσιο. Η σύνθεση των πληροφοριών σχετικά με τη δραστηριότητα των Ahhiyawa, που επιχειρούν επιτυχημένα οι συγγραφείς, οδηγεί στην ανασύνθεση όχι μόνο της μυκηναϊκής δραστηριότητας στη δυτική Μικρά Ασία αλλά και της πολιτικής γεωγραφίας της ίδιας περιοχής και, σε ορισμένες περιπτώσεις, του ευρύτερου χώρου της ανατολικής Μεσογείου.
Τέλος, παρατίθενται εν είδει καταλόγου η χρονολόγηση, οι πηγές, οι εκδόσεις και οι μεταφράσεις και των 28 σχετικών με τους Ahhiyawa κειμένων κατά τρόπο εύληπτο και βοηθητικό προς τον αναγνώστη, ενώ το έργο κλείνει με την παράθεση της βιβλιογραφίας και του index.
Το βιβλίο απευθύνεται σε ένα σχετικά εξειδικευμένο κοινό, καθώς προϋποθέτει συνδυασμό βασικών γνώσεων της πολιτικής γεωγραφίας, της ιστορίας και της αρχαιολογίας της ευρύτερης περιοχής. Οι συγγραφείς παρέχουν κάποιες βασικές πληροφορίες στον πρόλογο, τον επίλογο και τον σχολιασμό των κειμένων, ωστόσο ο αναγνώστης που δεν έχει εντρυφήσει στα συγκεκριμένα ζητήματα θα δυσκολευτεί να αντιληφθεί τη φύση και την προβληματική που τα ίδια τα αρχαία κείμενα θέτουν.
Σε γενικές γραμμές οι συγγραφείς παραθέτουν αρκετές από τις πιο πρόσφατες πληροφορίες και στοιχεία για τα σημαντικότερα θέματα που άπτονται των Ahhiyawa (ταύτιση και έδρα τους), επιτυγχάνοντας ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Ενσωματώνονται στο κείμενο οι απόψεις των Hawkins, Niemeier, Mountjoy, Hope Simpson και Kelder, που τοποθετούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την Ahhiyawa στο Αιγαίο, είτε στην ηπειρωτική είτε στη νησιωτική Ελλάδα. Ωστόσο, η σχεδόν αποκλειστική εστίαση στις θέσεις του τελευταίου σε συνδυασμό με την αρνητική τους αντιμετώπιση (ιδίως για τον ισχυρισμό του Kelder ότι οι Μυκήνες ήταν «Μεγάλο Βασίλειο» της Ύστερης Εποχής του Χαλκού) δεν δημιουργεί τις καλύτερες εντυπώσεις, καθώς το βιβλίο παρεκκλίνει στο σημείο αυτό από τον κύριο σκοπό του. Παράλληλα, η μη παράθεση ορισμένων από τις τελευταίες βιβλιογραφικές αναφορές που σχετίζονται με το ζήτημα σημειώνεται ως έλλειψη. Πιο συγκεκριμένα, δεν εξετάζεται η θέση τόσο του Rutter όσο και του Girella για ταύτιση ΥΜ ΙΙ-ΙΙΙΑ2 Κνωσού και Ahhiyawa (τολμηρή αλλά επαρκώς τεκμηριωμένη και πολύ λογική θέση, κατά τη γνώμη μου) ούτε η παρεμφερής θεωρία της Müller-Celka, η οποία εξετάζοντας ταφικές πρακτικές στη Μικρά Ασία που προσομοιάζουν με αντίστοιχες της Κρήτης, ταυτίζει το βασίλειο των Ahhiyawa με το νησί. Αντίστοιχα δεν υπάρχει αναφορά στα τελευταία άρθρα των Dickinson -ο οποίος σημειωτέον άλλαξε στάση και συντάχθηκε με το μέρος αυτών που τοποθετούν την έδρα των Ahhiyawa στο Αιγαίο, αφού πείστηκε από μια ομιλία του Hawkins το 1998 σε Mycenaean Seminar- και Wiener -και αυτός θεωρεί κομβικής σημασίας το έργο του Hawkins- στα οποία γίνεται λόγος για τα τρέχοντα προβλήματα του ζητήματος των Ahhiyawa. Kαι οι δύο ακολουθούν μια υποδειγματική συλλογιστική αναφορικά με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που παρουσιάζουν μια σειρά θέσεων για τον καθορισμό της έδρας των Ahhiyawa, θεωρώντας ο μεν Wiener τις Μυκήνες ως πιθανότερη βάση του βασιλείου, ο δε Dickinson προκρίνει εν τέλει τη λύση ενός ηπειρωτικού κέντρου (Θήβα ή Μυκήνες).
Οπωσδήποτε, η εκτενής παρουσίαση των κειμένων αυτών για πρώτη φορά σε όλο τους το εύρος δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να αντιληφθεί τον χαρακτήρα των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά και τα προβλήματα που ανακύπτουν εξαιτίας της αποσπασματικής κατάστασης αυτών των γραπτών τεκμηρίων.
Χωρίς αμφιβολία το συγκεκριμένο πόνημα είναι πολύ χρήσιμο για τους μελετητές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας, ιδίως για όσους ασχολούνται με διαπολιτισμικές σχέσεις, καθώς αποκαλύπτονται πολλές πτυχές που σχετίζονται με τη διπλωματία, το εμπόριο, τις διακρατικές και διαπροσωπικές επαφές μεταξύ λαών και πολιτισμών της ευρύτερης περιοχής της ανατολικής Μεσογείου.
Bibliography
Dickinson, O.T.P.K. 2009. ‘Ahhiyawan Questions’, στο Δ. Δανιηλίδου (επιμ.), Δώρον. Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σπύρο Ιακωβίδη, Αθήνα: 275-284.
Forrer, E. O. 1924. ‘Vorhomerische Griechen in den Keilschriftexten von Boghazköi’, Mitteilungen der Deutsche Orientgesellschaft 63: 1-22.
Girella, L. 2011. ‘Alcune riflessioni su Ahhiyawa e Creta’, in F. Carinci, N. Cucuzza, P. Militello, O. Palio (eds.), Kretes Minoidos. Tradizione e identità minoica tra produzioni artigianali, pratiche cerimoniali e memoria del passato. Studi offerti a V. La Rosa per il suo 70 compleanno, Padova: 404-418.
Hawkins, D.J. 1998. ‘Tarkansawa King of Mira. ‘Tarkodemos’, Boğazköy sealings and Karabel’, Anatolian Studies 48: 1-31.
Hope Simpson, R. 2003. ‘The Dodecanese and the Ahhiyawa Questions’, BSA 98: 203-237.
Huxley, G.L. 1960. Achaeans and Hittites, Oxford.
Kelder, J.M. 2010. The Kingdom of Mycenae: A Great Kingdom in the Late Bronze Age Aegean, MD: CDL.
Laroche, E. 1971. Catalogue des textes Hittites = Etudes et Commentaires Bd. 75. Klincksieck, Paris.
Mountjoy, P.A. 1998. ‘The East Aegean-West Anatolian Interface in the Late Bronze Age: Mycenaeans and the Kingdom of Ahhiyawa’, Anatolian Studies 48: 33-63.
Müller-Celka, S. 2005. ‘Evaluation de l’élément mycénien en Asie Mineure à travers les données funéraires’ in R. Laffineur & E. Greco (eds.), Aegaeum 25, Emporia: Aegeans in the Central and Eastern Mediterranean, Proceedings of the 10th International Aegean Conference, Athens, Italian School of Archaeology, 14-18 April 2004, Liège and Austin: 141-181.
Comments
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι στα Ελληνικά (πάντα με ελληνικούς χαρακτήρες) ή στα Αγγλικά. Αποφύγετε τα κεφαλαία γράμματα. Ο Αιγεύς διατηρεί το δικαίωμα να διαγράφει εκτός θέματος, προσβλητικά, ανώνυμα σχόλια ή κείμενα σε greeklish.