Katerina Kopaka (ed.), 2009. Η αιγαιακή προϊστορική έρευνα στις αρχές του 21ου αιώνα. Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Pέθυμνο 5–7 Δεκεμβρίου 2003, Heraklion: University Press of Crete.
Paperback, 170 p., 20,5x14 cm, ISBN 978-960-524-286-2
Reviewed by Giorgos Vavouranakis (Adjunct Faculty, Hellenic Open University, Polyla 32, Athens 111 41)
Το βιβλίο αυτό αποτελεί προϊόν μίας συνάντησης, όπως αναφέρει και ο τίτλος, η οποία διοργανώθηκε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο το 2003. Η θεματική της συνάντησης περιέλαβε την ιστορία της αιγαιακής αρχαιολογίας, τις νέες τάσεις της έρευνας, τη σχέση της με το κοινό, επιστημονικό και ευρύτερο, καθώς και τη σχέση της έρευνας και εκπαίδευσης. Στη συνάντηση συμμετείχαν αρχαιολόγοι από διαφορετικά εργασιακά περιβάλλοντα (Υπουργείο Πολιτισμού, ερευνητικά κέντρα και Πανεπιστήμια, ελληνικά και ξένα), καθώς και με ποικιλία ερευνητικών ενδιαφερόντων και επιστημολογικών προσεγγίσεων. Μετά από σχεδόν έξι έτη από τη συνάντηση δημοσιεύθηκε ο εν λόγω τόμος, με 11 επιμέρους συμβολές.
Στο πρώτο κεφάλαιο ο G. Cadogan υποστηρίζει ότι έχει πλέον χαθεί η ιδιαιτερότητα της “Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής”, η οποία χαρακτηριζόταν από αντι-κλασικισμό, έμφαση στην ταξινόμηση του υλικού πολιτισμού και των κοινωνικών φαινομένων που σχετίζονται με αυτόν, αλλά και στην διεπιστημονική συνεργασία. Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται στο διεθνισμό που έχει συνεπάρει και την επιστημολογική συγκρότηση της αιγαιακής αρχαιολογίας. Σε αντίθεση με τη γενικότερη εγκυρότητα των παραπάνω απόψεων έρχεται η μονοπώληση των μετανεωτερικών και μεταδιαδικαστικών τάσεων από τους αγγλόφωνους – και κυρίως Βρετανούς ή με βρετανική εκπαίδευση ή έστω σχετικές επιρροές – αρχαιολόγους.
Η Ν. Γαλανίδου τονίζει την ιδιαιτερότητα της έρευνας της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής εποχής και της αντίστοιχης κατάρτισης των αρχαιολόγων που ασχολούνται με τα θέματα αυτά. Επιπλέον δίνει τα κυριότερα σημεία μίας ανθρωποκεντρικής αφήγησης για τις εποχές αυτές στην Κρήτη, όπου κυριαρχούν έννοιες όπως “τόπος”, “κίνητρο”, “αφοσίωση” και “ταυτότητα”. Οι έννοιες αυτές αποτελούν κοινό σημείο αναφοράς για την αρχαιολογική επιστήμη από τη δεκαετία του 1990 και εξής.
Ο Ν. Ευστρατίου εστιάζει στο ακαδημαϊκό και επαγγελματικό περιβάλλον εργασίας του αρχαιολόγου. Διαπιστώνει τη συνεχιζόμενη αδυναμία της ελληνικής προϊστορικής αρχαιολογίας να αρθρώσει ένα ανεξάρτητο επιστημονικό λόγο. Προτείνει υπεύθυνη πολιτική στάση, δημοκρατία, πλουραλισμό και μετριοπάθεια. Προτείνει επίσης ενδυνάμωση των σχέσεων με τους επιστημονικούς κύκλους των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου, ώστε να σπάσει η αποκλειστική σχέση με την αγγλόφωνη έρευνα, η οποία ενισχύει την εσωστρέφεια της ελληνικής προϊστοριολογίας. Οι απόψεις αυτές αποτελούν έντονη αντίστιξη προς όσα γράφει ο G. Cadogan. Επιπλέον, στην εξέταση της σχέσης ελληνικής και αγγλόφωνης αρχαιολογίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι λόγοι για τους οποίους η μη αγγλόφωνη αρχαιολογία δεν έχει ουσιαστικά συμβαδίσει με τις εξελίξεις στην επιστήμη από την περίοδο της μετανεωτερικής κριτικής μέχρι σήμερα.
H M. Iακώβου ασκεί επίσης κριτική στην εσωστρέφεια της αιγαιακής αρχαιολογίας, όταν αυτή ασκείται περιχαρακωμένη στα εθνικά σύνορα της Ελλάδας. Τονίζει την ευρύτητα του επιστημονικού αντικειμένου και, καθώς η ίδια ορμάται από την Κύπρο, προτείνει την εξέταση του Αιγαίου μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της μεσογειακής αρχαιολογίας.
Την κατάσταση του επιστημονικού πεδίου της αιγαιακής αρχαιολογίας εξετάζει και η Κ. Κόπακα, αλλά με πιο αισιόδοξο τόνο σε σχέση με τα προηγούμενα δύο κεφάλαια. Διαπιστώνει την ευεργετική επίδραση ερευνητικών ιδρυμάτων όπως το INSTAP, την πρόοδο σε επίπεδο νέων δεδομένων και νέων προσεγγίσεων. Η πρόοδος αυτή έχει καταστήσει το Αιγαίο ένα νεφέλωμα χωρίς απαραίτητα ξεκάθαρα γεωγραφικά ή χρονολογικά όρια ή, αλλιώς, ένα “ζυμάρι”, το οποίο μαζεύει όταν οι αρχαιολόγοι εστιάζουν στη μικροκλίμακα της μίας θέσης και απλώνει – και εκτός Αιγαίου – όταν εξετάζονται π.χ. οι ανακτορικές κοινωνίες της Μέσης και Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Το Αιγαίο είναι ένας μικρός τόπος, ο οποίος θέτει μεγάλα ερωτήματα, ιδίως για την επιστημολογική παράδοση της Δύσης. Μολονότι η Κ. Κόπακα παραδέχεται την ασύμμετρη σχέση ανάμεσα στην έρευνα στο εξωτερικό και την αντίστοιχη στην Ελλάδα, πιστεύει ότι πλέον η σχέση “πομπού-δέκτη” έχει όρους, οι οποίοι γίνονται ολοένα και πιο απαιτητικοί από την πλευρά του δέκτη.
Η Ε. Παναγοπούλου ασχολείται με το Παλαιολιθικό τμήμα της αιγαιακής αρχαιολογίας. Μία επισκόπηση της ιστορίας της έρευνας, του θεσμικού πλαισίου, της θεματικής και του επιστημολογικού καθεστώτος δείχνουν αραιή ενασχόληση με το αντικείμενο, περιχαράκωση στην αναζήτηση των εθνικών ριζών των Ελλήνων, έλλειψη κατάρτισης, απουσία ικανών φορέων έρευνας και γενικότερα απομονωτισμό και αποσπασματικότητα. Η συγγραφέας προτείνει μία στρατηγική ανανέωσης των ερευνητικών στόχων προς την κατεύθυνση του πρώιμου εποικισμού της Ευρώπης, της μετάβασης από τον Νεάντερταλ στο σύγχρονο άνθρωπο και της μετάβασης από την Παλαιολιθική στη Μεσολιθική περίοδο. Οι στόχοι αυτοί τοποθετούν τον ελλαδικό χώρο στο πλαίσιο μίας ευρείας ευρασιατικής αρχαιολογίας, με θέση όμως “κλειδί” στην αφήγηση της εξέλιξης του ανθρώπου. Για τη θεραπεία των εν λόγω στόχων απαραίτητη είναι η ενδυνάμωση των σχετικών ερευνητικών φορέων (Εφορείες Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας και Πανεπιστήμια).
Ο J. Touchais προσφέρει την εμπειρία του από τη μελέτη της αλβανικής αρχαιολογίας για να υπογραμμίσει και εκείνος την ανάγκη σύνδεσης του αιγαιακού χώρου με την αρχαιολογία των Βαλκανίων, προσφέροντας χαρακτηριστικά αρχαιολογικά παραδείγματα (τύμβοι, αμαυρόχρωμη κεραμική, μυκηναϊκές επιδράσεις εκατέρωθεν της Πίνδου). Θεωρεί ότι η σημερινή ερευνητική αποσπασματικότητα είναι αποτέλεσμα μάλλον επιστημολογικών επιλογών, παρά αρχαιολογικών δεδομένων.
Η Ι. Τζαχίλη προσφέρει έναν αναστοχασμό επάνω στην έννοια του τοπίου. Χαρακτηρίζει την ευρύτερη περιοχή ενός μικρού φυσικού λιμανιού στη βόρεια ακτή της Κρήτης ως τοπίο με έντονα τα σημάδια σύγκρουσης ανάμεσα στη σύγχρονη ανάπτυξη και σε παλαιότερες χρήσεις του χώρου, όπως π.χ. μινωικές αρχαιότητες, ένας γοτθικός ναός, μιτάτα, τσιμεντένιες κατασκευές και τέλος μια χωματερή. Η συγγραφέας διερωτάται πώς επιλέγουμε σε ποιά στοιχεία του τοπίου αναπόφευκτα θα επιλέξουμε να εστιάσουμε. Επακόλουθα, ποιά είναι η θέση των αρχαιοτήτων στο συνολικό τοπίο; Πώς θα καταφέρουμε να μην υπεραπλουστεύσουμε τη ματιά μας; Αυτές οι απορίες μας επαναφέρουν από τη σφαίρα των αυστηρά ακαδημαϊκών ερευνών στο χώρο της σύγχρονης ζωής.
Ο Μ. Φωτιάδης επιστρέφει στο ζήτημα της ιδιαιτερότητας και της συνακόλουθης απομόνωσης της αιγαιακής προϊστορίας. Ανασκάπτει το παρελθόν της αρχαιολογικής έρευνας για να διαπιστώσει ότι η επιστημολογική εξέλιξη υπήρξε στενά συνδεδεμένη με τα γεωπολιτικά συμφραζόμενα, αφενός της Ελλάδας και των εθνικών της αναγκών, αφετέρου του δυτικού κόσμου. Αποτέλεσμα ήταν η εγκατάλειψη κάποιων ερωτημάτων, όπως οι λιμναίοι οικισμοί της Εποχής του Λίθου και η έμφαση σε ζητήματα, όπως ο μυκηναϊκός ανακτορικός πολιτισμός. Αμφιβολίες για την αρχαιολογική ενσωμάτωση ή μη κάποιων περιφερειακών στο κατεξοχήν Αιγαίο περιοχών, όπως η Μακεδονία ή η Ήπειρος επιλύθηκαν με τον κανόνα των εθνικών συνόρων. Ο συγγραφέας τονίζει την ιστορικότητα της συγκρότησης της αιγαιακής αρχαιολογίας, η οποία όμως ακριβώς του δίνει τη δυνατότητα να αισιοδοξεί ότι στο μέλλον τα ερευνητικά ερωτήματα θα ανανεωθούν και ελπίζει ότι αυτή η ανανέωση θα ακολουθήσει πορεία ενσωμάτωσης πιο περιφερειακών ως τώρα προσεγγίσεων για μια πλουσιότερη και αναστοχαστική επιστημονική δραστηριότητα.
Ο Γ. Χαμηλάκης επίσης αναφέρεται στην ιστορικότητα της ιδιαιτερότητας και της επιστημολογικής συγκρότησης της αιγαιακής αρχαιολογίας, κυρίως όμως για να αποδομήσει την τελευταία ως προϊόν αποικιοκρατικών, εθνικιστικών και ευρωκεντρικών αντιλήψεων του 19ου και του 20ου αιώνα, οι οποίες είχαν ως στόχο ένα εθνικά αποκαθαρμένο ελληνικό κράτος-προτεκτοράτο των διεθνών δυνάμεων. Το μέλλον της αιγαιακής αρχαιολογίας κατά το συγγραφέα βρίσκεται στη διάρρηξη του δεσμού με τις κλασικές σπουδές και στην ενίσχυση των σχέσεων με τις κοινωνικές επιστήμες. Ωστόσο, ας σημειωθεί ότι τα αναμφισβήτα πλεονεκτήματα των διεπιστημονικών συνδέσεων δε θα πρέπει να υποβαθμίζουν τον ιστορικό χαρακτήρα που θα πρέπει να διαθέτει μία επιστήμη του παρελθόντος. Επιπλέον, ο Γ. Χαμηλάκης ζητά ενεργή ενσωμάτωση εναλλακτικών αρχαιολογικών προσεγγίσεων, συμπεριλαμβανομένων ίσως και των μη επιστημονικών αντιλήψεων του ευρέος κοινού. Αυτό το αίτημα ενέχει κινδύνους. Π.χ. η ψευδο-αρχαιολογία, όπως οι θεωρίες του φον Νταίνικεν για εξωγήινους, η οποία συχνά εκτρέφει νεο-εθνικιστικές τάσεις (π.χ. δήθεν ελληνική προέλευση των πυραμίδων) ή η αρχαιοκαπηλία είναι αποδεκτές ως εναλλακτικές προσεγγίσεις; Μάλλον όχι.
Η Ε. Χατζάκη, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ασχολείται με ένα μάλλον εξειδικευμένο σε σχέση με τον υπόλοιπο τόμο θέμα, δηλαδή τη μεθοδολογία μελέτης της κεραμικής, με παραδείγματα από την Κνωσό. Ασκεί κριτική στην παραδοσιακή υπαγωγή των κεραμικών ευρημάτων σε παν-μινωικά σχήματα τυπολογίας, τα οποία εξυπηρετούν εξελικτικιστικά σχήματα πρώιμων, μέσων και ώριμων φάσεων ενός πολιτισμού, ο οποίος υποτίθεται ότι αναπτύσσεται κατ’ αναλογία με ένα ζωντανό οργανισμό. Αντίθετα, προτείνει μία αναλυτικότερη προσέγγιση της κεραμικής με βάση τη σύσταση της ύλης, την επεξεργασία της επιφάνειας και το σχήμα του αγγείου, με σκοπό τον προσδιορισμό ομάδων κεραμικής πάντοτε σε αυστηρή στρωματογραφική σχέση μεταξύ τους.
Συνολικά, το βιβλίο αυτό χαρτογραφεί την κατάσταση του επιστημονικού πεδίου της αιγαιακής αρχαιολογίας και κυρίως τις ανησυχίες των ανθρώπων που το θεραπεύουν. Κοινή συνισταμένη των ανησυχιών αυτών είναι ο απομονωτισμός της αιγαιακής αρχαιολογίας, η οποία είναι σύμφυτη με την πορεία της επιστημολογικής της συγκρότησης και των ευρύτερων ιστορικών περιστάσεων των δύο τελευταίων αιώνων. Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον δύο σενάρια για το μέλλον της αιγαιακής αρχαιολογίας. Το άσχημο σενάριο υπαγορεύει την πλήρη διάλυση αυτού του πεδίου έρευνας. Το αισιόδοξο σενάριο διακρίνει τη διατήρηση της αιγαιακής αρχαιολογίας, ως ενός ανοικτού χώρου έρευνας, με σαφή πυρήνα ενδιαφερόντων αλλά ευέλικτα όρια, γεωγραφικά, χρονολογικά και επιστημολογικά. Ειδικά η ελληνική αρχαιολογική παραγωγή θα πρέπει να αυτονομηθεί περισσότερο, χωρίς όμως να χάσει τη σύνδεση με την πρωτοπορία της έρευνας, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο του βαλκανικού και του μεσογειακού χώρου.
Αν έψαχνε να βρει κανείς κάποιο μειονέκτημα που να αφορά το εν λόγω βιβλίο στο σύνολό του, αυτό ίσως είναι ο έντονος ακαδημαϊκός και συγκεκριμένα πανεπιστημιακός του χαρακτήρας. Αν είχε περισσότερες συμβολές είτε από αρχαιολόγους του επαγγέλματος και της καθημερινής τριβής με απαλλοτριώσεις, οικόπεδα και σωστικές ανασκαφές, είτε από αρχαιολόγους των μουσείων και των εκθέσεων προς το ευρύ κοινό, είτε ακόμη σχετικά με τη θέση της αιγαιακής προϊστορίας στη μέση εκπαίδευση ή σχετικά με την πρόσληψή της από το ευρύ κοινό, το βιβλίο αυτό θα είχε αρκετά διαφορετική συνολική κατεύθυνση. Ωστόσο, κανένα πόνημα δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα, ενώ ο πανεπιστημιακός χώρος προσφέρει τη δυνατότητα συμμετοχής και στην ερευνητική και στην εκπαιδευτική και στην ευρύτερη κοινωνική διαδικασία και άρα αποτελεί ένα σημείο συνολικής θέασης της αιγαιακής αρχαιολογίας. Το παρόν βιβλίο σίγουρα αξιοποιεί αυτό το πλεονέκτημα, προσφέροντας ένα ακριβές στίγμα της σημερινής κατάστασής αυτού του επιστημονικού πεδίου.
Comments
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι στα Ελληνικά (πάντα με ελληνικούς χαρακτήρες) ή στα Αγγλικά. Αποφύγετε τα κεφαλαία γράμματα. Ο Αιγεύς διατηρεί το δικαίωμα να διαγράφει εκτός θέματος, προσβλητικά, ανώνυμα σχόλια ή κείμενα σε greeklish.