Πριν από έναν, περίπου, αιώνα ο Arthur Evans ξεκίνησε το έργο της συγγραφής των αποτελεσμάτων των ανασκαφών του στην Κνωσό. Ανεξάρτητα από το ποιες μπορεί να ήταν οι αρχικές του προθέσεις, οι τόμοι του Palace of Minos δεν αποτέλεσαν μία συμβατική δημοσίευση της θέσης και της ανασκαφής της, αλλά μία μνημειακή σύνθεση αυτού που ο ίδιος ο Evans επέλεξε να αποκαλέσει μινωικό πολιτισμό. Επομένως, αν και η παρουσίαση των μινωιτών από τον Evans ήταν έντονα επηρεασμένη (και φαινομενικά βασισμένη) από την Κνωσό, δεν είναι καθόλου εύκολο για το σύγχρονο μελετητή να αξιολογήσει την εμπειρική βάση του οράματός του ή να χρησιμοποιήσει τις ανασκαφές του για να αναπτύξει νέες ερμηνείες.
Οι υπό εξέλιξη ανασκαφές του Ελεώνα εμπλουτίζουν την κατανόησή μας για την κεντρική Ελλάδα καθ’ όλη τη μυκηναϊκή περίοδο. Η θέση βρίσκεται μεταξύ της Θήβας και του λιμένα της στην Αυλίδα / και τον Ευβοϊκό Κόλπο και έχει ταυτιστεί με το δευτερεύον κέντρο που αναφέρεται στις πινακίδες της Θηβαϊκής διοικήσης ως e-re-o-ni. Ο Ελεών αναφέρεται, επίσης, δύο φορές στην Ιλιάδα.
Όσα ήδη γνωρίζουμε για την προϊστορία της ηπειρωτικής Ελλάδας εν πολλοίς βασίζονται σε έρευνες στην περιοχής της Αργολίδας. Παρότι η Αργολίδα ήταν βέβαια στην αιχμή των εξελίξεων κατά την ανακτορική περίοδο και παρότι κατά την εποχή των Λακκοειδών τάφων έχει αποδώσει χρυσά και άλλα πολύτιμα ευρήματα, κατά την Μέση Εποχή του Χαλκού απείχε πολύ συγκρινόμενη με τις εξελίξεις στην κεντρική Ελλάδα.
Το ερώτημα για την «έλευση των Ελλήνων», δηλαδή για την προέλευση της ελληνικής γλώσσας και την σύνδεσή της με την μετέπειτα μητροπολιτική Ελλάδα, υπήρξε από νωρίς ένα σημαντικό επιμέρους σκέλος του ευρύτερου ινδοευρωπαϊκού προβλήματος. Στο πλαίσιο της αναζήτησης αυτής, η κατανόηση αρκετών γλωσσικών και πολιτισμικών παραμέτρων της προϊστορίας του Αιγαίου προσδέθηκε στο επί μακρόν κυρίαρχο επιστημολογικό πρότυπο ή παράδειγμα (paradigm) του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος.
Μετά από μια μακρά διακοπή, ξεκίνησαν το 2009 νέες συστηματικές ανασκαφές στον λόφο της Κίρρας υπό την αιγίδα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και της 10ης Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (νυν Εφορείας Αρχαιοτήτων Φωκίδας). Τα αποτελέσματα των τριών ανασκαφικών περιόδων, αν και προκαταρκτικά, ρίχνουν νέο φως στη σημαντική αυτή θέση της βόρειας ακτής του Κορινθιακού κόλπου.
Το πρόγραμμα «Αρχαιολογική έρευνα επιφανείας στη λεκάνη του Μέσου Καλαμά Θεσπρωτίας» διεξήχθη κατά τα έτη 2011 έως 2015 υπό τη διεύθυνση της ομιλήτριας και με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας, της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και των Πανεπιστημίων της Γενεύης και της Τυβίγκης.
Οι προϊστορικές κοινότητες χρησιμοποίησαν τους δασικούς πόρους στις καθημερινές τους οικιακές δραστηριότηες (καύσιμη ύλη) αλλά και σε άλλες πιο εξειδικευμένες δρατηριότητες (π.χ. ξυλοτεχνία, δόμηση). Τα ανθρακολογικά κατάλοιπα (τα υπολλείμματα καμένου ξύλου) που βρίσκουμε στις αρχαιολογικές θέσεις, αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και της φυσικής βλάστησης που φυόταν στους τόπους εγκατάστασης.
Η εν λόγω παρουσίαση σχετίζεται με την συμβολική σημασία του διπλού πελέκεως στη Μινωική Κρήτη. Η συζήτηση θα ξεκινήσει με ποικίλες προταθείσες ερμηνείες, αλλά θα επικεντρωθεί στη συσχέτιση διπλών πελέκεων και βοοειδών, όπως αυτή εντοπίζεται σε πληθώρα αναπαραστάσεων.