Η διερεύνηση των ταφικών τοπίων έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση των πολιτισμικών και κοινωνικών αλλαγών που έλαβαν χώρα στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τη μετάβαση από την μεσοελλαδική στην υστεροελλαδική περίοδο. Τα σπουδαία ευρήματα των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών και των θολωτών τάφων της Μεσσηνίας έχουν ως τώρα συγκεντρώσει το κύριο ενδιαφέρον της έρευνας στην Πελοπόννησο.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους, οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν μεγάλη σημασία στην ταφή των νεκρών. Οι άταφοι νεκροί θεωρούνταν ότι περιφέρονταν στη γη μη μπορώντας να εισέλθουν στο βασίλειο των νεκρών, τον Άδη. Ορισμένες δε κατηγορίες νεκρών αντιμετωπίζονταν ως δυνητικά πιο επικίνδυνες για τους ζωντανούς και απαιτούσαν ιδιαίτερη ταφική μεταχείριση.
Η ανακάλυψη, το 1999, ενός μεγάλου, νέου συνόλου τοιχογραφιών στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Τίρυνθας - ένα σχεδόν αιώνα μετά την πρωτοπόρα δημοσίευση της ζωγραφικής διακόσμησής του από τον Rodenwaldt - έχει προκαλέσει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για αυτή την ομάδα υλικού.
Σ’ αυτήν την διάλεξη παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα της ανασκαφής του μικρού οικισμού της Τσούγκιζας στην κοιλάδα της Νεμέας καθώς και τη μεταβαλλόμενη σχέση του με τη γειτονική μητρόπολη των Μυκηνών κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, περίπου από το 1700 έως το 1200 π.Χ. Οι συστηματικές ανασκαφές αποκάλυψαν συνεχή κατοίκηση στον οικισμό, με σημαντικές ενδείξεις για την αγροτική βάση της κοινότητας και την τελική ενσωμάτωση του οικισμού στην επικράτεια των Μυκηνών.
Ο Ανάβλoχος είναι μια ασβεστολιθική κορυφή με ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμό μήκους 5 χλμ, εκτεινόμενη πάνω από το χωριό Βραχάσι στο νομό Λασιθίου. Κατοικήθηκε κυρίως από τους ύστερους μινωικούς έως τους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους. Το 1931 ο Pierre Demargne ανέσκαψε αποσπασματικά και σε σύντομο χρονικό διάστημα έναν οικισμό, ένα νεκροταφείο, καθώς και ένα λατρευτικό αποθέτη.
Η συνεχιζόμενη έρευνα στον οικισμό της Μέσης Εποχής του Χαλκού Ερήμη-Λαόνιν του Πόρακου έφερε στο φως νέες συγκεκριμένες ενδείξεις πρωτο-αστικοποίησης στην Κύπρο. Τα σημερινά στοιχεία καταδεικνύουν ότι μια τέτοια διαδικασία αναπτύσσεται βαθμιαία κατά τη διάρκεια της Μέσης Εποχής του Χαλκού χωρίς σημαντικά εξωτερικά εναύσματα και κορυφώνεται στη MK III-YK I περίοδο.