Μινωικοί «αποθέτες θεμελίωσης». Eννοιολογικός προσδιορισμός, βασικά χαρακτηριστικά και σημασία
Χριστίνα Παπαδάκη, Αρχαιολογία & Τέχνες, 03-11-2014
Οι κατασκευασμένες, επιλεκτικές ή ειδικές (εν)αποθέσεις ανθρωπογενών πρακτικών απασχολούν την ευρωπαϊκή αρχαιολογία από τη δεκαετία του 1980, στο πλαίσιο της, κατά το δυνατόν, πληρέστερης κατανόησης των κοινωνιών του παρελθόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ελληνόγλωσση Προϊστορική Αρχαιολογία η λέξη (εν)απόθεση αντιστοιχεί άλλοτε σε συσσώρευση μορφοποιημένων κινητών αντικειμένων και άλλοτε σε αρχαιολογικό στρώμα με ομοιογενή ρυθμολογικά τέχνεργα της ίδιας χρονολογικής περιόδου ή φάσης. Ομοίως, ο όρος αποθέτης δεν έχει πάντοτε σαφή σημασία και χρήση, γι’ αυτό και συχνά περιγράφεται ως θήκη, κρύπτη, κασέλα, κίστη, τσέπη, φωλιά. Σε γενικές, πάντως, γραμμές, αναφέρεται σε μια πυκνή και προπάντων σκόπιμη και μη ανακτήσιμη, πρωτογενή ή δευτερογενή, συσσώρευση τεχνέργων, που έχει εναποτεθεί σε οριοθετημένους ή υποτυπωδώς διαμορφωμένους υπόγειους και μη προσβάσιμους χώρους. Κατά συνέπεια, η περίφραση αποθέτης θεμελίωσης αναφέρεται σε μία ειδική κατηγορία σταθερών κατασκευών με αυτόνομη ερευνητική αξία και ερμηνευτική δυναμική, που σχετίζεται με τη στοχευμένη και κοινωνικά οργανωμένη εναπόθεση πολυποίκιλων φυσικών και υλικών αγαθών στις τάφρους θεμελίωσης και τους «μεταβατικούς» χώρους (κατώφλια, θύρες, τοιχοποιίες) των κτηρίων.
Περισσότερα: http://www.archaiologia.gr
Σχόλια
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να είναι στα Ελληνικά (πάντα με ελληνικούς χαρακτήρες) ή στα Αγγλικά. Αποφύγετε τα κεφαλαία γράμματα. Ο Αιγεύς διατηρεί το δικαίωμα να διαγράφει εκτός θέματος, προσβλητικά, ανώνυμα σχόλια ή κείμενα σε greeklish.